- χαμουλκός
- ο και η / χαμουλκός, ἡ, ΝΜΑνεοελλ.1. ναυτ. η σύριγγα2. δίτροχο χαμηλό φορείο που χρησιμοποιείται κυρίως σε αλευρόμυλους ή σε αποθήκες για τη μεταφορά σάκων ή διαφόρων φορτίων3. κάθε λείο ξύλο πάνω στο οποίο γλιστράει και μεταφέρεται ελκόμενο ένα βαρύ αντικείμενομσν.-αρχ.μηχάνημα με το οποίο έσερναν τα πλοία από τη θάλασσα στην ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. βαρ-ουλκός].
Dictionary of Greek. 2013.